μύλος

μύλος
μύλος, ου, ὁ (H. Gk. for ἡ μύλη [so also Joseph.]; B-D-F §50).
mill (Diod S 3, 13, 2; Plut., Mor. 549e; 830d; PSI 530, 2 [III B.C.]; POxy 278, 17; Ex 11:5; Dt 24:6; Is 47:2; SibOr 8, 14), made of two flat stones, which varied in the course of time and provenance in size and shape; by moving one over the other, whether by hand or by mechanical contrivance, the grain between the two was turned into flour (s. illustrations in Bible dictionaries). ἀλήθειν ἐν τῷ μ. grind with the (hand-)mill (cp. Num 11:8) Mt 24:41. φωνὴ μ. the sound of the mill (as it turns) Rv 18:22.
millstone (Lycophron 233; Strabo 4, 1, 13; Anth. Pal. 11, 246, 2; PRyl 167, 10; BGU 1067, 5; Judg 9:53 A; 2 Km 11:21) Rv 18:21 v.l.; μ. ὀνικός a great (lit. ‘donkey’) millstone, i.e. not a stone fr. the small handmill, but one fr. the large mill, worked by donkey-power (s. ὀνικός). As a heavy weight: ἵνα κρεμασθῇ μ. ὀνικὸς περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ that a great millstone would be hung around his neck Mt 18:6. Also εἰ περίκειται μ. ὀν. περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ if a great millstone were hung around his neck Mt 9:42. More briefly περιτεθῆναι μύλον have a millstone hung (on him) 1 Cl 46:8.—Rv 18:21 v.l. B. 363.—DELG. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μύλος — mill masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… …   Dictionary of Greek

  • μύλος — ο 1. μηχάνημα που αλέθει το σιτάρι, τον καφέ κτλ. 2. το κτίριο όπου είναι εγκαταστημένα τα αλεστικά μηχανήματα. 3. μτφ., τα δόντια και το στομάχι: Αλέθει ο μύλος του (χωνεύει καλά την τροφή του). – Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει (για γερό στομάχι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύλοι — μύλος mill masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλοιο — μύλος mill masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλοις — μύλος mill masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλον — μύλος mill masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλου — μύλος mill masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλους — μύλος mill masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλων — μύλος mill masc gen pl μυλών mill house masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλῳ — μύλος mill masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”